Σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, το 1995 το 20 % του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) - μιας ρυθμιστικής αρχής της ΕΕ - προερχόταν από τέλη καταβαλλόμενα από την φαρμακευτική βιομηχανία, ενώ έως το 2010 το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί στο 75 % και σήμερα ανέρχεται στο 86 %[1]. Επιπλέον, πολλά μέλη συμβουλευτικών επιτροπών διατηρούν στενούς δεσμούς με τη φαρμακευτική βιομηχανία[2]. Φαίνεται ότι ρυθμιστικοί φορείς και φορείς αξιολόγησης χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο από εταιρείες, των οποίων τα προϊόντα οφείλουν να αξιολογούν μόνο βάσει επιστημονικών δεδομένων.

Από την άλλη πλευρά, η αντιμετώπιση των πανδημιών και η προστασία της δημόσιας υγείας απαιτούν άμεση αντίδραση υπό συνθήκες πίεσης, με μείωση των γραφειοκρατικών και διαδικαστικών εμποδίων, καθώς ο χρόνος είναι υψίστης σημασίας.

Δεδομένων των ανωτέρω ερωτάται η Επιτροπή:

1.Θα κοινοποιήσει λεπτομερή στοιχεία για τα ακριβή ποσά που κάθε εταιρεία κατέβαλε στον EMA κατά την περίοδο 2019-2022;2.Έχει εξετάσει την πιθανότητα θέσπισης νέων κανόνων για τον περιορισμό της χρηματοδότησης του EMA και άλλων ρυθμιστικών φορέων από τη φαρμακευτική βιομηχανία, σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση της χρηματοδότησης του ΕΜΑ από την ΕΕ, προκειμένου να αποφεύγονται εκ των προτέρων καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων;3.Προτίθεται να εξετάσει το ενδεχόμενο θέσπισης κανόνων για μια παρατεταμένη περίοδο ασυμβίβαστου που θα απέτρεπε οποιαδήποτε διασύνδεση υψηλόβαθμων υπαλλήλων και συμβούλων από συναφείς βιομηχανίες με τον ΕΜΑ για σημαντικό χρονικό διάστημα πριν και μετά την κατοχή τέτοιων θέσεων;