Δεδομένης τόσο της επανέναρξης των διαβουλεύσεων μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και τεχνικών κλιμακίων των θεσμών όσο και της διαφαινόμενης (παρά την έλλειψη σχετικής ενημέρωσης) συμφωνίας για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης επανέρχεται η συζήτηση σχετικά με το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, με την κυβέρνηση μάλιστα να δηλώνει ικανοποιημένη για το πλεόνασμα του 2016, προσβλέποντας αυτό να ανέλθει τελικά στο 3%. Ωστόσο, κανένας «πανηγυρισμός» δεν μπορεί να δικαιολογηθεί τη στιγμή που το πλεόνασμα αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων ή περιστολής των δημοσίων δαπανών, αλλά πρωτοφανούς φοροεπιδρομής μέσω άμεσων και έμμεσων φόρων και εξάντλησης κάθε φοροδοτικής ικανότητας των Ελλήνων πολιτών. Επίσης, στη διαμόρφωση αυτού του λογιστικού «πλεονάσματος» καθοριστικό ρόλο παίζουν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές άνω των 3 δισ. ευρώ, του ευρύτερου Δημοσίου προς Ιδιώτες, είτε μέσω οφειλών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (άνω των 2 δισ.) είτε μέσω εκκρεμών επιστροφών φόρου, δεδομένα τα οποία, σε συνδυασμό με την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, έχουν «στεγνώσει» την αγορά από ρευστότητα.

Ερωτάται η Επιτροπή:
1. Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση, θα γίνεται μνεία στο ζητούμενο της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω πραγματικών μεταρρυθμίσεων και όχι πρόσθετης φορολογίας;
2. Η επόμενη δόση που θα εκταμιευθεί, θα υπάρξει πρόβλεψη να διοχετευθεί κατά ένα σημαντικό μέρος στην πραγματική οικονομία μέσω εξόφλησης ληξιπρόθεσμων οφειλών;