Η κτηνοτροφία αποτελεί νευραλγικό κλάδο για την ελληνική οικονομία. Με την κτηνοτροφία ασχολούνται πάνω από 140 000 οικογένειες, οι οποίες παράγουν εξαιρετικής ποιότητας, χαρακτηριστικά προϊόντα για τη κάλυψη του αγροδιατροφικού τομέα της χώρας. Συμβάλει καθοριστικά στη φυτική παραγωγή και αλληλεπιδρά με χιλιάδες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της μεταποίησης, εμπορίου, μεταφορών και κατασκευών. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η παραγωγή μειώνεται συνεχώς και ο κλάδος καθίσταται ελλειμματικός.

Η κατάσταση επιδεινώνεται με την αύξηση του ΦΠΑ στα αγροτικά εφόδια και τις ζωοτροφές στο 24% την ίδια στιγμή που οι κτηνοτρόφοι πωλούν το γάλα με 13% ΦΠΑ.

Αυτό σημαίνει πως οι κτηνοτρόφοι εκταμιεύουν ποσά της τάξης του 11% τα οποία, θα έπρεπε να συμψηφίζονται από το κράτος για να μπορούν να συντηρούν τις ροές της επιχείρησής τους. Όμως η κυβέρνηση είτε καθυστερεί είτε δεν καταβάλλει τον συμψηφισμό του ΦΠΑ με αποτέλεσμα να επιδεινώνει ακόμα περισσότερο την προοπτική βιωσιμότητας του κτηνοτροφικού τομέα.
Ερωτάται η Επιτροπή:
1. Μέτρα όπως η αύξηση του ΦΠΑ στο 24% στα προϊόντα ζωικής και φυτικής παραγωγής συμβάλλουν, κατά τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, στην επίτευξη των απαιτούμενων δημοσιονομικών πλεονασμάτων;
2. Η μη καταβολή των συμψηφισμών για τη στατιστική (και όχι πραγματική) καταγραφή πλεονασμάτων αποτελεί απαίτηση της Επιτροπής, ή πρακτική της ελληνικής κυβέρνησης;