Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την προηγούμενη εβδομάδα την επιβολή δυσβάσταχτων φόρων, που θίγουν κάθε κοινωνική ομάδα και προκαλούν οικονομική αφαίμαξη στην — ήδη βεβαρημένη — ελληνική οικονομία. Αύξηση βασικού συντελεστή ΦΠΑ από 23% σε 24% σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης, φορολογία στις συνδέσεις διαδικτύου και συνδρομητικής τηλεόρασης, κατάργηση μειωμένων κατά 30% συντελεστών ΦΠΑ σε νησιά, αύξηση ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης, είναι μόνο λίγα από τα μέτρα που ελήφθησαν. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις υποχρεώνονται να καταβάλλουν τουλάχιστον το 82% του εισοδήματός τους στο κράτος και τα ταμεία, ενώ αποθαρρύνεται κάθε νέα επιχειρηματική προσπάθεια. Αν και η φορολογική πολιτική εκφεύγει της κοινοτικής αρμοδιότητας, είναι προφανές ότι με τέτοια μέτρα θίγεται ο πυρήνας του κοινοτικού κεκτημένου όσον αφορά την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και το δικαίωμα προσδοκίας εύλογης αμοιβής από την εργασία.

Ερωτάται η Επιτροπή:
1. Το πακέτο των μέτρων αυτών προτάθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ή από την Τρόικα;
2. Ποια είναι η θέση της όσον αφορά την επίδραση των μέτρων αυτών στην επιβίωση των επιχειρήσεων και στο επενδυτικό περιβάλλον;
3. Πώς μπορεί να συνδράμει την ελληνική κυβέρνηση να καταστήσει την ελληνική αγορά πιο φιλική στις επενδύσεις, στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και την επιβίωση όσων ήδη λειτουργούν;

Απάντηση του κ. Moscovici εξ ονόματος της Επιτροπής

Η εν λόγω δέσμη φορολογικών μέτρων προτάθηκε από την ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο των δημοσιονομικών στόχων που συμφωνήθηκαν με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν εγκρίθηκε, στα τέλη Αυγούστου 2015, το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής.

Η Επιτροπή είναι ενήμερη για τις ανησυχίες των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών στην Ελλάδα σχετικά με την επιβάρυνση που επιφέρουν οι φόροι και οι κοινωνικές εισφορές, καθώς και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλές/οί κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, ιδίως λόγω της έλλειψης ρευστότητας στην οικονομία.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή παρέχει εκτενή επιτόπια τεχνική βοήθεια στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, με σκοπό την πραγμάτωση μεταρρυθμίσεων της φορολογικής διοίκησης, οι οποίες θα επιτρέψουν στο Ελληνικό Δημόσιο να επιτύχει τους στόχους του όσον αφορά τα έσοδα και την σταδιακή μείωση των φορολογικών εισφορών και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τις επιχειρήσεις, τους επαγγελματίες και τους υπαλλήλους.

Ταυτόχρονα, συμφωνήθηκε ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και στις αγορές προϊόντων (συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας) μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της Επιτροπής, στο πλαίσιο του συμπληρωματικού μνημονίου συμφωνίας που υπεγράφη στις 16 Ιουνίου 2016. Οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και, ως εκ τούτου, προάγουν την ανάπτυξη και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της αποδοτικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Η Επιτροπή συνδράμει τις ελληνικές αρχές στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αυτών, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές, μέσω μιας σειράς έργων τεχνικής αρωγής. Πέραν αυτού, οι πολιτικές για την στήριξη των επενδύσεων θα εντάσσονται σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική ανάπτυξης που πρόκειται να καταρτιστεί από τις ελληνικές αρχές με την βοήθεια της Επιτροπής και οι οποίες υποστηρίζονται από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ.