Απάντηση της Εύας Καϊλή προς πληροφόρηση του Γ.Γ. Ενημέρωσης και Επικοινωνίας ως προς την ευρωπαϊκή διάσταση της πολιτικής της κυβέρνησης Σύριζα ΑΝΕΛ για τα ΜΜΕ.

Κατανοητή και αναμενόμενη η προσπάθεια της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να αποσιωπήσει το μείζον πολιτικό - ευρωπαϊκών διαστάσεων μάλιστα - θέμα που εγείρει η εξόφθαλμη προσπάθειά της να ελέγξει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Λυπάμαι που η προφανώς σκοπίμως επιλεκτική αναφορά των τριών σημείων, στα οποία στάθηκε ο Γενικός Γραμματέας, αλλοιώνει ξεκάθαρα την απάντηση, ενώ ταυτόχρονα εκθέτει ανεπανόρθωτα την κυβέρνηση και επιβεβαιώνει τις θέσεις μας. Ειδικότερα:

Ο Γενικός Γραμματέας αναφέρθηκε σε τρία σημεία: α) ότι η αδειοδότηση των παρόχων περιεχομένου ανήκει αποκλειστικά στη σφαίρα ευθύνης των κρατών μελών, β) ότι η οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν παρέχει νομική βάση για παρέμβαση στις σχέσεις των κρατών μελών με τις ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές τους και γ) ότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση και το σύστημα χρηματοδότησής της είναι αρμοδιότητα των κρατών μελών. Στην αναφορά του μάλιστα επικαλείται το νομικό πλαίσιο και επιχαίρει ότι δήθεν αναγνωρίζεται η εθνική αρμοδιότητα, συγχέοντας όμως την έννοια της αρμοδιότητας με το δικαίωμα της κυβέρνησης στην αυθαιρεσία.

Παραβλέπει επίσης το μείζον πολιτικό και νομικό θέμα στην απάντηση του Επιτρόπου: “...δεδομένης της σημασίας του θέματος, κατά τη δημόσια διαβούλευση για την προετοιμασία της αναθεώρησης της οδηγίας, η Επιτροπή έθεσε το ερώτημα κατά πόσον θα έπρεπε να προβλεφθεί νομική υποχρέωση για την ανεξαρτησία των ρυθμιστικών αρχών. Η νομοθετική πρόταση για την αναθεώρηση της Οδηγίας για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων αναμένεται να εγκριθεί το καλοκαίρι του 2016”. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ορθώς χτίζει άμυνες στις διαθέσεις για αυθαιρεσίες και προετοιμάζει σαφέστερη προστασία της αυτονόητης Ανεξαρτησίας των ΜΜΕ.

Υπογραμμίζουμε επιπλέον την ξεκάθαρη διατύπωση της Επιτροπής υπέρ της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών αρχών“...Η ανεξαρτησία των ρυθμιστικών φορέων στον οπτικοακουστικό τομέα είναι παράγοντας καίριας σημασίας για την αμερόληπτη εφαρμογή των κανόνων περί τα οπτικοακουστικά μέσα. Η ύπαρξη κατάλληλων ρυθμιστικών εξουσιών και η μη υπαγωγή σε κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν δείκτες της ανεξαρτησίας της ρυθμιστικής αρχής”.

Όπως παραβλέπει ο ΓΓ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ, οι νέες διατάξεις είναι υπό εξέταση “...Οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξακολουθούν να εξετάζουν τις πιθανές επιπτώσεις των διατάξεων που διέπουν τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό υπαλλήλων ανά σταθμό, καθώς και το κλειστό μητρώο των εργαζομένων στη θεμελιώδη ελευθερία της παροχής υπηρεσιών”.

Στην απάντηση του Επιτρόπου κ. Έτινγκερ είναι ξεκάθαρη η πολιτική θέση της Επιτροπής ότι η ανεξαρτησία των ρυθμιστικών αρχών αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα εξασφάλισης της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των Μέσων Ενημέρωσης και ότι η νομοθετική θέσπισή της τίθεται ευθέως στη συζήτηση για την αναθεώρηση της Οδηγίας.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αντί να διασφαλίζει ανεξαρτησία των ρυθμιστικών αρχών και την ελευθερία του λόγου και της ενημέρωσης, επικαλείται την εθνική αρμοδιότητα στην προσπάθειά της να ελέγξει τα μέσα ενημέρωσης. Μάλιστα, σε προγενέστερο χρόνο Υπουργός αποκάλυψε τις μύχιες σκέψεις της κυβέρνησης ότι “θα μπορούσαμε και να μην έχουμε ΕΣΡ”. Προφανώς ο Υπουργός παραβλέπει ή αγνοεί, αν και καθ' ύλην αρμόδιος, ότι η ύπαρξη και λειτουργία του ΕΣΡ είναι συνταγματική επιταγή (άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος). Θα προτιμούσε να έχει τις αρμοδιότητες να ρυθμίζει τα πάντα σε σχέση με το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο της χώρας!

Ο Γ.Γ. ενώ επιχειρεί υποδείξεις, αγνοεί προφανώς ή παραβλέπει, ότι και όταν τα Κράτη-Μέλη ασκούν εθνικές αρμοδιότητες, ελέγχονται για τη νομιμότητά τους σύμφωνα με το Σύνταγμά τους, αλλά και τις αρχές του κοινοτικού δικαίου και το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα οποία αποτελούν νομικά όπλα κατά της όποιας κυβερνητικής αυθαιρεσίας. Η κυβέρνηση με το νέο νομικό πλαίσιο για τα ΜΜΕ παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, ελπίζοντας, ίσως, ότι μέχρι να αναγνωριστούν οι κατά συρροήν παραβάσεις της, θα έχει ήδη δημιουργήσει τετελεσμένα με το κλείσιμο σταθμών και τη διανομή αδειών στους εκλεκτούς της.

Και προφανώς η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ενοχλείται από το γεγονός ότι η χώρα μας απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και η νομοθετική προσπάθεια της για έλεγχο των μέσων ενημέρωσης ταυτίζεται σε απαξία και κατακραυγή σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την αντίστοιχη της πολωνικής κυβέρνησης. Και φυσικά για μία ακόμη φορά επιχειρείται ανεπιτυχώς η διαστρέβλωση της πραγματικότητας.

Νιώθω την υποχρέωση να θυμίσω πάντως, ότι η προπαγάνδα, η χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης και ο ασφυκτικός έλεγχος της δημόσιας διοίκησης, η στοχοποίηση όσων διαφοροποιούνται, η ρητορική του διχασμού, ο λαϊκισμός, αποτελούν προτεραιότητες απολυταρχικών καθεστώτων. Οφείλουμε να ενθαρρύνουμε και να προστατεύσουμε την ελευθερία του λόγου και της ενημέρωσης, και παράλληλα να χτίσουμε δομές με ανεξάρτητες αρχές, διαφάνεια και αξιοκρατία, ώστε να αποπολιτικοποιηθεί το κράτος και να καλλιεργήσουμε τον σεβασμό σε ένα υγιές πολιτικό σύστημα.

Ακολουθεί πλήρης η ερώτηση της Εύας Καϊλή και η απάντηση του αρμοδίου Επιτρόπου:

Θέμα: Νέα νομοθετική ρύθμιση περί ΜΜΕ στην Ελλάδα

Η νομοθετική ρύθμιση των τηλεοπτικών μέσων στην Ελλάδα, με τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο 4339/29-10-2015, παραβιάζει το κοινοτικό κεκτημένο. Από τις αρμόδιες ανεξάρτητες αρχές ΕΣΡ και ΕΕΤΤ εκφράστηκε ρητή αντίθεση για αρκετούς λόγους: πρώτον, ότι αγνοήθηκε η ευρωπαϊκή πρακτική αδειοδότησης παρόχων περιεχομένου και εφαρμόζονται για αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου οι πρακτικές διαγωνισμού φάσματος, το οποίο όμως είχε εκπλειστηριασθεί με διαγωνισμό προ δύο ετών· δεύτερον, ότι δεν εναρμονίζεται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία· τρίτον, θέσπιση μητρώου εργαζομένων στα ΜΜΕ και αποδυνάμωση των ανεξάρτητων αρχών.

Ερωτάται η Επιτροπή:

Δεδομένου ότι το νομοσχέδιο ρυθμίζει μόνο την αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου, επαναλαμβάνοντας διατάξεις που ρύθμιζαν την αναλογική τηλεόραση και ανάγονται στο 1995, συνάδει με τη συμφωνημένη ευρωπαϊκή πολιτική για τους παρόχους περιεχομένου και το κοινοτικό δίκαιο;

Η συγκέντρωση όλων των εξουσιών αυτών εν λευκώ στον Υπουργό Επικρατείας, που αποφασίζει μόνος για τον αριθμό των αδειών και την ελάχιστη τιμή προσφοράς, αντί της ανεξάρτητης αρχής του ΕΣΡ, είναι σύμφωνη με την αρχή του διαχωρισμού κυβέρνησης και κρατικών λειτουργιών και την αποπολιτικοποίηση του κράτους;

Ο ελάχιστος αριθμός εργαζομένων ανά σταθμό και το κλειστό μητρώο εργαζομένων, που θεσπίζονται με τη ρύθμιση, αποτελούν επιτρεπτή κρατική παρέμβαση στο επιχειρείν; Συνάδουν με το κοινοτικό κεκτημένο και τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού;

EL
P-015021/2015
Απάντηση του κ. Oettinger
εξ ονόματος της Επιτροπής

Η οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν ρυθμίζει τα σχετικά με την αδειοδότηση περιεχομένου. Όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 19, η οδηγία δεν θίγει τη σφαίρα ευθύνης των κρατών μελών και των οικείων αρχών ως προς την οργάνωση των συστημάτων αδειοδότησης.

Όσον αφορά την δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία, το πρωτόκολλο για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («πρωτόκολλο του Άμστερνταμ») αναγνωρίζει την αρμοδιότητα των κρατών μελών σχετικά με τον ορισμό της αποστολής της δημόσιας υπηρεσίας, την οργάνωση της υπηρεσίας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και το σύστημα χρηματοδότησής της.

Όσον αφορά το θέμα της μεταφοράς ορισμένων εξουσιών της ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής στον Υπουργό Επικρατείας, η τρέχουσα διατύπωση του άρθρου 30 της εν λόγω οδηγίας δεν προσφέρει νομική βάση για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών αρχών.

Ωστόσο, δεδομένης της σημασίας του θέματος, κατά τη δημόσια διαβούλευση για την προετοιμασία της αναθεώρησης της οδηγίας[1], η Επιτροπή έθεσε το ερώτημα κατά πόσον θα έπρεπε να προβλεφθεί νομική υποχρέωση για την ανεξαρτησία των ρυθμιστικών αρχών. Η νομοθετική πρόταση για την αναθεώρηση της οδηγίας για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων αναμένεται να εγκριθεί το καλοκαίρι του 2016.

Η ανεξαρτησία των ρυθμιστικών φορέων στον οπτικοακουστικό τομέα είναι παράγοντας καίριας σημασίας για την αμερόληπτη εφαρμογή των κανόνων περί τα οπτικοακουστικά μέσα. Η ύπαρξη κατάλληλων ρυθμιστικών εξουσιών και η μη υπαγωγή σε κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν δείκτες της ανεξαρτησίας της ρυθμιστικής αρχής.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξακολουθούν να εξετάζουν τις πιθανές επιπτώσεις των διατάξεων που διέπουν τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό υπαλλήλων ανά σταθμό, καθώς και το κλειστό μητρώο των εργαζομένων στη θεμελιώδη ελευθερία της παροχής υπηρεσιών.