Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ) αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου στην αρχιτεκτονική οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, καθώς και ουσιώδες μέρος αυτής. Ωστόσο, εξακολουθούν να παραμένουν σημαντικά ερωτήματα όσον αφορά την επάρκεια των μηχανισμών που επιτρέπουν την εποπτεία του και την υποχρέωση λογοδοσίας από μέρους του.

Η ΣΕΕ απαιτεί διαφανείς διαδικασίες ανοικτού χαρακτήρα κατά τη λήψη αποφάσεων, αλλά η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση ενίσχυσε τη διακυβερνητική μέθοδο και έθεσε υπό αμφισβήτηση τον «ανοικτό χαρακτήρα» της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Οι πλέον επώδυνες και αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές λιτότητας που προτείνονται από τα προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής του ΕΜΣ συνεχίζουν να σχεδιάζονται κεκλεισμένων των θυρών.

Η Συνθήκη για τη θέσπιση του ΕΜΣ τού επιτρέπει να λειτουργεί σε πλαίσιο διαφάνειας πολύ διαφορετικό από αυτό το οποίο ισχύει για άλλους οικονομικούς θεσμούς.

Το καθεστώς του ΕΜΣ ως φορέα εκτός ΕΕ απειλεί τη θεσμική ισορροπία της ΕΕ, επηρεάζοντας τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των πολιτών στα κράτη μέλη που τελούν υπό μνημόνιο συνεννόησης.

Τα μνημόνια πρέπει να συνάδουν με τη νομοθεσία της ΕΕ και η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη με το καθήκον να διασφαλίζει ότι ο ΕΜΣ λαμβάνει τις αποφάσεις του εντός του συγκεκριμένου πλαισίου.

Θα μπορούσε η Επιτροπή να απαντήσει:

αναλαμβάνει την ευθύνη για τις ενέργειές της, όταν δρα ως εντολοδόχος του ΕΜΣ;
πώς μπορούν οι πολίτες της ΕΕ να υποβάλουν αίτημα για πρόσβαση σε έγγραφα του ΕΜΣ;
διάκειται θετικά στην πιθανότητα αναβάθμισης του ΕΜΣ, ώστε να μετατραπεί σε πλήρες όργανο της ΕΕ;