Σύμφωνα με το σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης για την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών δεν θα έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα. Υπολογίζεται δε ποσοστιαία επί του εισοδήματος του κάθε ελεύθερου επαγγελματία χωρίς, μάλιστα, η διαφορά αυτή να ανταποδίδεται με αντίστοιχο επίπεδο ιατροφαρμακευτικής ή συνταξιοδοτικής κάλυψης, κατά τρόπο δε υποχρεωτικό για τον ασφαλισμένο, στον οποίο πλέον δεν δίδεται η δυνατότητα επιλογής ασφαλιστικής κλάσης αλλά υπάγεται υποχρεωτικά. Γι' αυτό απέχουν οι δικηγόροι στην Ελλάδα από τα καθήκοντα τους από τον περασμένο Δεκέμβρη. Με τον τρόπο αυτόν θεσπίζεται στην πραγματικότητα ένας δεύτερος φόρος εισοδήματος, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα από τον κανονικό και θίγει το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Ερωτάται η Επιτροπή:
1. Μήπως η έμμεση εισαγωγή δεύτερου φόρου εισοδήματος με το όνομα της ασφαλιστικής εισφοράς αντιβαίνει ευθέως στην αρχή της οικονομικής ελευθερίας ως έκφανσης της προσωπικής ελευθερίας;
2. Επιτρέπεται, και μέχρι ποιο ποσοστό, να υπολογίζονται αθροιστικά φόροι και ασφαλιστικές εισφορές, ώστε να μην θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης και οι ελευθερίες του επιχειρείν;
3. Ποια η θέση του Εκπροσώπου της Επιτροπής στην Τρόικα επ' αυτού;

Απάντηση του κ. Moscovici εξ ονόματος της Επιτροπής

Οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης καθώς και οι φόροι έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και γενικά σε όλες τις χώρες του κόσμου. Η επιβολή τέτοιων εισφορών επί του πληθυσμού δεν συνιστά, καταρχήν, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως εκείνα που αναφέρονται από το Αξιότιμο Μέλος του Κοινοβουλίου.

Ένας από τους στόχους της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, που ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 8 Μαΐου 2016 στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, είναι η διεύρυνση και ο εκσυγχρονισμός της βάσης εισφορών και συντάξεων για όλους τους αυτοαπασχολούμενους, μεταξύ άλλων με τη μετάβαση από το ονομαστικό στο πραγματικό εισόδημα, που υπόκειται στους κανόνες ελάχιστης απαιτούμενης εισφοράς. Η εν λόγω αλλαγή απαντά στη δικαιολογημένη ανησυχία σχετικά με την αδυναμία ορισμένων επαγγελματιών να καταβάλλουν κατ' αποκοπήν ποσά εισφορών που επί του παρόντος δεν αντιστοιχούν στο πραγματικό επίπεδο του εισοδήματός τους. Επιπλέον, ο νόμος περιλαμβάνει ειδική διάταξη που θεσπίζει χαμηλότερα ποσοστά εισφορών για εκείνους τους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες που ξεκινούν τη σταδιοδρομία τους, περίοδος κατά την οποία τα εισοδήματά τους είναι συνήθως στο χαμηλότερο επίπεδο. Επίσης, τα άτομα με χαμηλό εισόδημα επωφελούνται από φοροαπαλλαγές στο εισόδημα φυσικών προσώπων, οι οποίες επί του παρόντος εγγυώνται ένα σχετικά υψηλό επίπεδο αφορολόγητου εισοδήματος φυσικών προσώπων.