Σε συνέχεια της γραπτής ερώτησής μου E-003237/2017 σχετικά με το «clawback» του ελληνικού φαρμακευτικού τομέα, στο συμπληρωματικό μνημόνιο συνεννόησης της τρίτης συμφωνίας διάσωσης μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της, περιελήφθη μία διάταξη περί μείωσης της ανάκτησης κατά 30% για το 2017 σε σχέση με το 2016 και 15% για το 2018, σε σχέση με το 2017. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το 27,3% του συνόλου των φαρμακευτικών δαπανών, ενώ η μέση φαρμακευτική συνεισφορά στην ΕΕ είναι 8,6% και η δεύτερη μεγαλύτερη συνεισφορά προέρχεται από τη Γερμανία και ανέρχεται στο 13,3%. Η εισαγωγή ενός νέου συστήματος έκπτωσης με ένα επιπλέον 25% (που ισχύει αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 2017) υποχρεωτικού τέλους εισαγωγής για νέα φάρμακα επίσης απέτυχε να μειώσει την ανάκτηση του 2017. Για το 2017, η προβλεπόμενη συνεισφορά της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας θα ανέρχεται περίπου σε 1 δισ. ευρώ.

Έχει επιτευχθεί ο στόχος της κατά 30% μείωσης της ανάκτησης για το 2017 σε σχέση με το 2016;

Εάν όχι, και δεδομένου ότι η μείωση κατά 30% ήταν προαπαιτούμενο, προτίθενται οι εποπτεύοντες θεσμοί να θέσουν το θέμα αυτό στο ελληνικό Υπουργείο Υγείας;

Το πλαίσιο έχει καταστεί εξαιρετικά μη βιώσιμο. Πώς θα επηρεαστεί η πρόσβαση των ασθενών στην καινοτομία, εάν οι εταιρείες αποφασίσουν να μην κυκλοφορούν πλέον τα προϊόντα τους στην Ελλάδα;